- μύτις
- μύτις, ἡ (ΑΜ)μύτη, ρύγχοςαρχ.1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ2. μυττίς *3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτιςἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεταικαὶ ὁ ἐν[ν]εόςκαὶ ὁ μὴ λαλῶνκαὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «ενεός, άφωνος» συνδέεται πιθ. με τον τ. μυττός*, με ίδια σημ. Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. με σημ. «ο πρός τά αφροδίσια εκλελυμένος», ενώ με σημ. «είδος ψαριού» συνδέεται πιθ. με τον τ. μυττίςτὸ μέλαν τῆς σηπίας ὅπερ ἐν τῷ στόματι ἔχουσα ἐκκρίνει (εκφραστικός ο διπλασιασμός ττ) καθώς και με μύτις, -ιδος (ἡ), που δηλώνει το ήπαρ ορισμένων κεφαλοπόδων, καθώς και το μελάνι τής σουπιάς. Για τον τ. μύτις με σημ. «μύτη, ρύγχος» βλ. λ. μύτη].
Dictionary of Greek. 2013.